νεοσσός

νεοσσός
ο
1. νεογέννητο πουλί.
2. (για ανθρώπους), πολύ νέος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοσσός — young bird masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσσός — ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός) 1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ) 2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου νεοελλ. (ειδικά)… …   Dictionary of Greek

  • νεοσσοῖς — νεοσσός young bird masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσσοῖσι — νεοσσός young bird masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσσοῖσιν — νεοσσός young bird masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσσοί — νεοσσός young bird masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσσοῦ — νεοσσός young bird masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσσούς — νεοσσός young bird masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσσῶν — νεοσσός young bird masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσσῷ — νεοσσός young bird masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”